- πατρότητα
- (Νομ.). Η ιδιότητα εκείνου που δημιούργησε: «η πατρότητα του συγγράμματος» και φυσικά το να είναι κάποιος πατέρας.
Η π. πηγάζει είτε από φυσικούς λόγους είτε από τη νομική τάξη. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η π. για τα παιδιά που προέρχονται από σχέσεις που δεν έχουν επισημοποιηθεί με γάμο. Οι νεότεροι νομοθέτες έχουν επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στο ρωμαϊκό δίκαιο και καθιέρωσαν πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις για την καθιέρωση της π. Η σοβιετική και η νορβηγική νομοθεσία ήταν οι πρώτες που δεν έκαναν καμιά διάκριση μεταξύ εξώγαμων παιδιών και παιδιών που προέρχονται από νόμιμο γάμο.
Η αναζήτηση της π. έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ιατροδικαστική. Για να αναζητηθεί η ταυτότητα ή η ομοιότητα των γονέων με τα παιδιά τους, οι ιατροδικαστές αναζητούσαν αρχικά τον καθορισμό των κοινών μορφολογικών χαρακτήρων που υπάρχουν ανάμεσά τους. Πολλοί χρησιμοποίησαν και τη μέθοδο της δακτυλοσκοπίας, αναζητώντας ομοιότητες στα δάχτυλικά αποτυπώματα γονέων και παιδιών. Στα πρόσφατα χρόνια μελετήθηκε η υφή του λευκώματος του αίματος για να κατορθωθεί η βιολογική διάκριση του λευκώματος ενός ατόμου από το λεύκωμα ενός άλλου. Για να oλοκληρωθούν μάλιστα οι έρευνες για την π. μελετήθηκε και η αιμοσυγκολλητική και αιμολυτική ιδιότητα του φυσιολογικού ορού του αίματος, που παρουσιάζει διαφορά όχι μόνο στα ζωικά όντα άλλου είδους, αλλά και από άτομο σε άτομο του ίδιου είδους. Ο διαχωρισμός εξάλλου του αίματος σε ομάδες διευκόλυνε την αναζήτηση του προσδιορισμού των κοινών χαρακτηριστικών του αιματολογικού τύπου γονέων και παιδιών. Αλλά και ο καθορισμός της ομάδας του αίματος δεν αποτελεί, σε τελική εξέταση, απόλυτα ασφαλή μέθοδο για τη διαπίστωση της πατρότητας. Η σύγχρονη μέθοδος που χρησιμοποιείται σήμερα, με μεγάλο ποσοστό εγκυρότητας, είναι η εξέταση του DNA.
* * *η / πατρότης, ΝΜΑ [πατήρ, πατρός]το να είναι κανείς πατέρας, η ιδιότητα τού πατέρα, η κατά φύση σχέση τού πατέρα προς τα τέκνανεοελλ.1. (νομ.) η ιδιότητα και σχέση μεταξύ τού πατέρα και τού τέκνου και τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία πηγάζουν ή από τη φύση (φυσική πατρότητα) ή από νομική πράξη (ποιητή πατρότητα ή υιοθεσία)2. μτφ. η ιδιότητα τού δημιουργού ή τού επινοητή ή τού συντάκτη που πρώτος δημιούργησε ή επινόησε ή ανακάλυψε κάτι (α. «η πατρότητα τού έργου» β. «η πατρότητα τής ιδέας»)3. φρ. «πατρότητα τέκνου» — η γνησιότητα τού τέκνου από την πλευρά τού πατέρα, που η απόδειξή της επιδιώκεται με διάφορες μεθόδους και ιδίως με τον προσδιορισμό τής ομάδας αίματος τού πατέρα, τής μητέρας και τού τέκνου.
Dictionary of Greek. 2013.